μυσαρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυσαρά < μυσαρός +

Επίρρημα[επεξεργασία]

μυσαρά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μυσαρά



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μῠσᾰρᾱ́ με μακρά κατάληξη

  1. ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μυσαρός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του μυσαρός

μῠσᾰρᾰ́ με βραχεία κατάληξη