μόρσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ μόρσιμος | τὸ μόρσιμον | οἱ, αἱ μόρσιμοι | τὰ μόρσιμα |
Γενική | τοῦ, τῆς μορσίμου | τοῦ μορσίμου | τῶν μορσίμων | τῶν μορσίμων |
Δοτική | τῷ, τῇ μορσίμῳ | τῷ μορσίμῳ | τοῖς, ταῖς μορσίμοις | τοῖς μορσίμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν μόρσιμον | τὸ μόρσιμον | τοὺς, τὰς μορσίμους | τὰ μόρσιμα |
Κλητική | μόρσιμε | μόρσιμον | μόρσιμοι | μόρσιμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μορσίμω | |||
Γενική-Δοτική | μορσίμοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μόρσιμος, -ος, ον
- που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, μοιραίος
- θνητός, που έχει ως πεπρωμένο το θάνατο, μόρος, μορτός
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 13 οὐ μέν με κτενέεις, ἐπεὶ οὔ τοι μόρσιμός εἰμι
- δεν με σκοτώνεις εμένα, γιατί δεν είμαι θνητός
- Σκηνή: μιλά ο Φοίβος στον Αχιλλέα, λίγο πριν τη μονομαχία με τον Έκτορα.
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 13 οὐ μέν με κτενέεις, ἐπεὶ οὔ τοι μόρσιμός εἰμι
Παράγωγα[επεξεργασία]
- μόρσιμον (ουσιαστικό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Μόρσιμα - Αμόρσιμα (1962) έργο για πιάνο, βιολί, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο. Ιάννης Ξενάκης (Iannis Xenakis). Καταχώριση ηχητικού τεκμηρίου μουσικού έργου, Βιβλιοθήκη Τμήματος Μουσικών Σπουδών (ΑΠΘ) πρόσβαση:2019.06.20.