μόρσιμον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μόρσιμον τὰ μόρσιμ
      γενική τοῦ μορσίμου τῶν μορσίμων
      δοτική τῷ μορσίμ τοῖς μορσίμοις
    αιτιατική τὸ μόρσιμον τὰ μόρσιμ
     κλητική ! μόρσιμον μόρσιμ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μορσίμω
γεν-δοτ τοῖν  μορσίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

μόρσιμον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μόρσιμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μόρσιμον ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Μόρσιμα - Αμόρσιμα (1962) έργο για πιάνο, βιολί, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο. Ιάννης Ξενάκης (Iannis Xenakis). Καταχώριση ηχητικού τεκμηρίου μουσικού έργου, Βιβλιοθήκη Τμήματος Μουσικών Σπουδών (ΑΠΘ) πρόσβαση:2019.06.20.

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

μόρσιμον: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μόρσιμον

  1. αρσενικό αιτιατική ενικού του μόρσιμος
  2. ουδέτερο ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του μόρσιμον

Πηγές[επεξεργασία]