νηνεμώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νηνεμώ < αρχαία ελληνική νηνεμέω / νηνεμῶ < αρχαία ελληνική νήνεμος < νη- + ἄνεμος
Ρήμα
[επεξεργασία]νηνεμώ
- (αρχαιοπρεπές, κυριολεκτικά, σπάνιο) είμαι απάνεμος / νήνεμος
- (αρχαιοπρεπές, μεταφορικά, σπάνιο) γαληνεύω, ηρεμώ, ησυχάζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νηνεμώ
|
|