νήνεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νήνεμος | η | νήνεμη | το | νήνεμο |
γενική | του | νήνεμου | της | νήνεμης | του | νήνεμου |
αιτιατική | τον | νήνεμο | τη | νήνεμη | το | νήνεμο |
κλητική | νήνεμε | νήνεμη | νήνεμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νήνεμοι | οι | νήνεμες | τα | νήνεμα |
γενική | των | νήνεμων | των | νήνεμων | των | νήνεμων |
αιτιατική | τους | νήνεμους | τις | νήνεμες | τα | νήνεμα |
κλητική | νήνεμοι | νήνεμες | νήνεμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νήνεμος < αρχαία ελληνική νήνεμος < νη- + ἄνεμος
Επίθετο
[επεξεργασία]νήνεμος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά, αρχαιοπρεπές) που δεν επηρεάζεται από άνεμο, σε νηνεμία ή άπνοια
- (κυριολεκτικά, αρχαιοπρεπές) (για τόπο) απάγκιος, απάνεμος
- (μεταφορικά, αρχαιοπρεπές) γαλήνιος, ατάραχος, ήσυχος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νήνεμος
|