νιουτρόνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νιουτρόνιο τα νιουτρόνια
      γενική του νιουτρονίου
νιουτρόνιου
των νιουτρονίων
    αιτιατική το νιουτρόνιο τα νιουτρόνια
     κλητική νιουτρόνιο νιουτρόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νιουτρόνιο < αγγλική neutronioum

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νιουτρόνιο ουδέτερο ή νιούτριο (neutrium) ή και ως νιουτρίτο (neutrite)

  • υποθετικό χημικό στοιχείο το οποίο έχει ατομικό αριθμό (Z) 0 και ο πυρήνας του αποτελείται μόνον από νετρόνια

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]