νομιμοφάνεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νομιμοφάνεια < νομιμοφανής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νομιμοφάνεια θηλυκό
- η ιδιότητα του νομιμοφανούς, το να φαίνεται κάτι σύμφωνο με τους νόμους χωρίς να είναι και στην ουσία του νόμιμο ή δίκαιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νομιμοφάνεια
|