ντεραπάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντεραπάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική derapare

ντεραπάρω

  1. (για οχήματα) γλιστρώ και ξεφεύγω από την πορεία μου
    το αυτοκίνητο ντεραπάρισε στο οδόστρωμα και ανετράπη
  2. (μεταφορικά) κομπιάζω, κάνω σαρδάμ, δεν έχω έμπνευση, κολλάω ή ξεχνώ ρίμες καθώς ραπάρω, κακοραπάρω

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]