skid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
skid (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
skid (en)
- γλιστρώ/γλιστράω ανεξέλεγκτα
- γλιστρώ έχοντας χάσει τον έλεγχο