ξαρμάτωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαρμάτωμα < ξαρματώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξαρμάτωμα ουδέτερο (πιο σύνηθες στον ενικό)
- η αφαίρεση των όπλων, ο αφοπλισμός
- (μεταφορικά) η απόφαση να εγκαταλείψει κάποιος τον αγώνα και να ζήσει ειρηνικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαρμάτωμα