ξεκάλτσωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκάλτσωμα < ξεκαλτσώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκάλτσωμα ουδέτερο (δόκιμο στον ενικό)
- το να βγάζει κάποιος τις κάλτσες του, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεκαλτσώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκάλτσωμα
|