ξεσυνέρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεσυνέρισμα < ξεσυνερίζομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεσυνέρισμα ουδέτερο
- το να θυμώνεις με κάποιον επειδή υπολογίζεις αυτά που λέει ενώ κανονικά δεν θα έπρεπε (επειδή π.χ. είναι μικρός, βλάκας, ανόητος, ασήμαντος)
- το να ανταγωνίζεσαι κάποιος που δεν είναι αντάξιός σου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεσυνέρισμα
|