ξεψάχνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεψάχνισμα < ξεψαχνίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεψάχνισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεψαχνίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεψάχνισμα
|