ξυνόγαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυνόγαλο | τα | ξυνόγαλα |
γενική | του | ξυνόγαλου | των | ξυνόγαλων |
αιτιατική | το | ξυνόγαλο | τα | ξυνόγαλα |
κλητική | ξυνόγαλο | ξυνόγαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυνόγαλο ουδέτερο