ξώφαρτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξώφαρτσα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

ξώφαρτσα, ξώφαρσα, ξώφαλτσα

  1. στην επιφάνεια του δέρματος
    το χτύπημα τον πήρε ξώφατσα
     συνώνυμα: επιδερμικά, ξώπετσα
  2. (κατ’ επέκταση) χωρίς κίνδυνο
    το βόλι τον πήρε ξώφαρτσα
     συνώνυμα: ακίνδυνα
  3. (μεταφορικά) χωρίς να προχωράει στο βάθος των πραγμάτων
    συζήτησαν το θέμα ξώφαρτσα
     συνώνυμα: επιπόλαια, επιφανειακά, ξώπετσα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]