ξώφαρτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξώφαρτσα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
- στην επιφάνεια του δέρματος
- το χτύπημα τον πήρε ξώφατσα
- (κατ’ επέκταση) χωρίς κίνδυνο
- (μεταφορικά) χωρίς να προχωράει στο βάθος των πραγμάτων
- συζήτησαν το θέμα ξώφαρτσα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξώφαρτσα
|