ολιγαρχικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολιγαρχικότητα οι ολιγαρχικότητες
      γενική της ολιγαρχικότητας των ολιγαρχικοτήτων
    αιτιατική την ολιγαρχικότητα τις ολιγαρχικότητες
     κλητική ολιγαρχικότητα ολιγαρχικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολιγαρχικότητα < ολιγαρχικός + -ότητα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ολιγαρχικότητα θηλυκό

  • λέξη που σπάνια χρησιμοποιείται και πλάστηκε κατά το αυταρχικότητα, σημαίνοντας αντίστοιχα το χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς ή της διοίκησης που διακρίνεται από έλλειψη δημοκρατικότητας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]