οπωρολαχανικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | οπωρολαχανικά | ||
γενική | των | οπωρολαχανικών | ||
αιτιατική | τα | οπωρολαχανικά | ||
κλητική | οπωρολαχανικά | |||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπωρολαχανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπωρολαχανικά