οστεοτομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεοτομία οι οστεοτομίες
      γενική της οστεοτομίας των οστεοτομιών
    αιτιατική την οστεοτομία τις οστεοτομίες
     κλητική οστεοτομία οστεοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οστεοτομία < οστό + -τομία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οστεοτομία θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική πρακτική, αρθροπλαστική, η οποία γίνεται με τομή στο οστό της άρθρωσης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]