οφίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οφίς < (λόγιο δάνειο) γαλλική office[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈfis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐φίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οφίς ουδέτερο άκλιτο
- (παρωχημένο) στενός διάδρομος που οδηγεί σε δωμάτια ενός διαμερίσματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οφίς
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ οφίς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)