όφις
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όφις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄφις[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όφις αρσενικό
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όφις
→ δείτε τη λέξη φίδι |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ όφις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας