Οφιούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Οφιούχος | ||
γενική | του | Οφιούχου | ||
αιτιατική | τον | Οφιούχο | ||
κλητική | Οφιούχε | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Οφιούχος < (λόγιο δάνειο) λατινική Ophiuchus[1] (σε μετάφραση που έκανε ο Κικέρωνας από τα ελληνικά) < Ὀφιοῦχος αρχαία ελληνική ὀφιοῦχος, επίθετο < ὄφις (όφις, φίδι) + -οῦχος (-ούχος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.fiˈu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ο‐φι‐ού‐χος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Οφιούχος αρσενικό
- (αστερισμός) όνομα αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου· ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
- συντομογραφία: Oph
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη όφις
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Οφιούχος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Οφιούχος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Οφιούχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ούχος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αστερισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)