παζαρεύτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παζαρεύτρα | οι | παζαρεύτρες |
γενική | της | παζαρεύτρας | — | |
αιτιατική | την | παζαρεύτρα | τις | παζαρεύτρες |
κλητική | παζαρεύτρα | παζαρεύτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παζαρεύτρα < παζαρευτής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παζαρεύτρα θηλυκό
- το θηλυκό του παζαρευτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παζαρεύτρα
|