πανδαμάτειρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανδαμάτειρα < θηλυκό του πανδαμάτωρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανδαμάτειρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη πανδαμάτωρ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανδαμάτειρα
|