πανικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πανικά | ||
γενική | των | πανικών | ||
αιτιατική | τα | πανικά | ||
κλητική | πανικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανικά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- πανιά, πχ πετσέτες της κουζίνας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πανικά
|