παντρολογήματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντρολογήματα < παντρολογώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παντρολογήματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • Σήμερα παντρολογήματα λέγονται κυρίως οι χαρές στην διαδικασία της προετοιμασίας του γάμου, αλλά παλιότερα αυτός ο όρος περιελάμβανε και για τις όχι πάντα ευχάριστες διαπραγματεύσεις που προηγούνταν αυτού, όπως τον καθορισμό της προίκας κ.λπ. Επίσης ως παντρολογήματα εννοούνταν άλλοτε και τα προξενιά ή τα συνοικέσια
    Ασ' τους αυτούς. Τώρα έχουν χαρές και παντρολογήματα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]