πανό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανό < (άμεσο δάνειο) γαλλική panneau < παλαιά γαλλική panel < μεσαιωνική λατινική *pannellus < λατινική pannus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂n- (ύφασμα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανό ουδέτερο άκλιτο
- πανί ορθογώνιου σχήματος και αρκετά μεγάλων διαστάσεων, πάνω στο οποίο γράφεται ένα σύνθημα· στις δύο του άκρες στερεώνονται δύο ξύλα ώστε να μεταφέρεται από διαδηλωτές ή να τοποθετηθεί σε κάποιο σημείο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)