παραμυθιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾa.miˈθça.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐μυ‐θιά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]παραμυθιάζω (παθητική φωνή: παραμυθιάζομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραμυθιάζω | παραμύθιαζα | θα παραμυθιάζω | να παραμυθιάζω | παραμυθιάζοντας | |
β' ενικ. | παραμυθιάζεις | παραμύθιαζες | θα παραμυθιάζεις | να παραμυθιάζεις | παραμύθιαζε | |
γ' ενικ. | παραμυθιάζει | παραμύθιαζε | θα παραμυθιάζει | να παραμυθιάζει | ||
α' πληθ. | παραμυθιάζουμε | παραμυθιάζαμε | θα παραμυθιάζουμε | να παραμυθιάζουμε | ||
β' πληθ. | παραμυθιάζετε | παραμυθιάζατε | θα παραμυθιάζετε | να παραμυθιάζετε | παραμυθιάζετε | |
γ' πληθ. | παραμυθιάζουν(ε) | παραμύθιαζαν παραμυθιάζαν(ε) |
θα παραμυθιάζουν(ε) | να παραμυθιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραμύθιασα | θα παραμυθιάσω | να παραμυθιάσω | παραμυθιάσει | ||
β' ενικ. | παραμύθιασες | θα παραμυθιάσεις | να παραμυθιάσεις | παραμύθιασε | ||
γ' ενικ. | παραμύθιασε | θα παραμυθιάσει | να παραμυθιάσει | |||
α' πληθ. | παραμυθιάσαμε | θα παραμυθιάσουμε | να παραμυθιάσουμε | |||
β' πληθ. | παραμυθιάσατε | θα παραμυθιάσετε | να παραμυθιάσετε | παραμυθιάστε | ||
γ' πληθ. | παραμύθιασαν παραμυθιάσαν(ε) |
θα παραμυθιάσουν(ε) | να παραμυθιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραμυθιάσει | είχα παραμυθιάσει | θα έχω παραμυθιάσει | να έχω παραμυθιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραμυθιάσει | είχες παραμυθιάσει | θα έχεις παραμυθιάσει | να έχεις παραμυθιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραμυθιάσει | είχε παραμυθιάσει | θα έχει παραμυθιάσει | να έχει παραμυθιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραμυθιάσει | είχαμε παραμυθιάσει | θα έχουμε παραμυθιάσει | να έχουμε παραμυθιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραμυθιάσει | είχατε παραμυθιάσει | θα έχετε παραμυθιάσει | να έχετε παραμυθιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραμυθιάσει | είχαν παραμυθιάσει | θα έχουν παραμυθιάσει | να έχουν παραμυθιάσει |
|