πασχαλόγιορτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πασχαλόγιορτα
      γενική των πασχαλόγιορτων
    αιτιατική τα πασχαλόγιορτα
     κλητική πασχαλόγιορτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πασχαλόγιορτα < πασχαλιόγιορτα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πασχαλόγιορτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]