πεντανάτριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντανάτριο τα πεντανάτρια
      γενική του πεντανατρίου
πεντανάτριου
των πεντανατρίων
    αιτιατική το πεντανάτριο τα πεντανάτρια
     κλητική πεντανάτριο πεντανάτρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεντανάτριο < πεντα- + νάτριο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεντανάτριο ουδέτερο

  1. (χημεία): ομάδα πέντε ατόμων νατρίου από την οποία και λαμβάνεται ως πρώτο ή δεύτερο προσδιοριστικό όνομα μια χημική ένωση
    τριφωσφορικό πεντανάτριο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]