περίγελο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περίγελο | τα | περίγελα |
| γενική | του | περίγελου | των | περίγελων |
| αιτιατική | το | περίγελο | τα | περίγελα |
| κλητική | περίγελο | περίγελα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περίγελο < περιγελώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περίγελο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη περίγελος