περικείρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περικείρω < αρχαία ελληνική περικείρω < περί + κείρω
Ρήμα[επεξεργασία]
περικείρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περικείρω
|