περιστεφανώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιστεφανώνω < αρχαία ελληνική περιστεφᾰνόω[1] / περιστεφανῶ + -ώνω
Ρήμα
[επεξεργασία]περιστεφανώνω (παθητική φωνή: περιστεφανώνομαι)
- (αρχαιοπρεπές) τοποθετώ τριγύρω από κάτι στεφάνι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- περιστεφάνωμα
- περιστεφανωμένος
- → δείτε τις λέξεις περί, στεφανώνω και στεφάνι
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιστεφανώνω | περιστεφάνωνα | θα περιστεφανώνω | να περιστεφανώνω | περιστεφανώνοντας | |
β' ενικ. | περιστεφανώνεις | περιστεφάνωνες | θα περιστεφανώνεις | να περιστεφανώνεις | περιστεφάνωνε | |
γ' ενικ. | περιστεφανώνει | περιστεφάνωνε | θα περιστεφανώνει | να περιστεφανώνει | ||
α' πληθ. | περιστεφανώνουμε | περιστεφανώναμε | θα περιστεφανώνουμε | να περιστεφανώνουμε | ||
β' πληθ. | περιστεφανώνετε | περιστεφανώνατε | θα περιστεφανώνετε | να περιστεφανώνετε | περιστεφανώνετε | |
γ' πληθ. | περιστεφανώνουν(ε) | περιστεφάνωναν περιστεφανώναν(ε) |
θα περιστεφανώνουν(ε) | να περιστεφανώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιστεφάνωσα | θα περιστεφανώσω | να περιστεφανώσω | περιστεφανώσει | ||
β' ενικ. | περιστεφάνωσες | θα περιστεφανώσεις | να περιστεφανώσεις | περιστεφάνωσε | ||
γ' ενικ. | περιστεφάνωσε | θα περιστεφανώσει | να περιστεφανώσει | |||
α' πληθ. | περιστεφανώσαμε | θα περιστεφανώσουμε | να περιστεφανώσουμε | |||
β' πληθ. | περιστεφανώσατε | θα περιστεφανώσετε | να περιστεφανώσετε | περιστεφανώστε | ||
γ' πληθ. | περιστεφάνωσαν περιστεφανώσαν(ε) |
θα περιστεφανώσουν(ε) | να περιστεφανώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περιστεφανώσει | είχα περιστεφανώσει | θα έχω περιστεφανώσει | να έχω περιστεφανώσει | ||
β' ενικ. | έχεις περιστεφανώσει | είχες περιστεφανώσει | θα έχεις περιστεφανώσει | να έχεις περιστεφανώσει | ||
γ' ενικ. | έχει περιστεφανώσει | είχε περιστεφανώσει | θα έχει περιστεφανώσει | να έχει περιστεφανώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περιστεφανώσει | είχαμε περιστεφανώσει | θα έχουμε περιστεφανώσει | να έχουμε περιστεφανώσει | ||
β' πληθ. | έχετε περιστεφανώσει | είχατε περιστεφανώσει | θα έχετε περιστεφανώσει | να έχετε περιστεφανώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περιστεφανώσει | είχαν περιστεφανώσει | θα έχουν περιστεφανώσει | να έχουν περιστεφανώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ περιστεφανόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.