πεσκανδρίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πεσκανδρίτσα | οι | πεσκανδρίτσες |
γενική | της | πεσκανδρίτσας | — | |
αιτιατική | την | πεσκανδρίτσα | τις | πεσκανδρίτσες |
κλητική | πεσκανδρίτσα | πεσκανδρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεσκανδρίτσα θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεσκανδρίτσα
|