πλευρίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλευρίς, -ίδος θηλυκό
- (παρωχημένο) μερίδα κρέατος από τα πλευρά, παϊδάκι, μπριζόλα
- ※ <σχελίδες> κρέα ἐπιμήκη τετμημένα. οἱ δὲ πλευρίδες (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Σ)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- στα αρχαία ελληνικά: σχελίς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλευρίς
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 812, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές[επεξεργασία]
- πλευρίς σελ.5873 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)