παϊδάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παϊδάκι | τα | παϊδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παϊδάκι | τα | παϊδάκια |
κλητική | παϊδάκι | παϊδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παϊδάκι < παΐδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παϊδάκι ουδέτερο
- έδεσμα που παρασκευάζεται από τα πλευρά του θώρακα του ζώου τα οποία είναι τεμαχισμένα εγκάρσια, κατά μήκος του διάκενου μεταξύ των οστών, ώστε στο κάθε οστό να αντιστοιχεί κι από ένα καμμάτι (παϊδάκι)
- ψήσαμε αρνίσια παϊδάκια στα κάρβουνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)