πλότερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλότερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική plotter < plot < πρωτογερμανική *plataz / *platjaz
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλότερ ουδέτερο άκλιτο
- (τεχνολογία) συσκευή εκτύπωσης που εκτυπώνει σε πληθώρα υλικών και μέσων (χαρτί, μουσαμά, καμβά κ.λπ.) σχέδια ή γραφικά μεγάλου μεγέθους
- (πληροφορική) συσκευή και λογισμικό που απεικονίζει χάρτες και συμβάλλει στην πλοήγηση ενός οχήματος στον προορισμό του
- → δείτε τη λέξη τζι πι ες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)