προκορασίδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | προκορασίδες | ||
γενική | των | προκορασίδων | ||
αιτιατική | τις | προκορασίδες | ||
κλητική | προκορασίδες | |||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προκορασίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (αθλητισμός) κατηγορία κοριτσιών που μετέχουν σε κάποιο άθλημα σε ηλικιακή βαθμίδα ανάλογη με τους προπαίδες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προκορασίδες
|