προμηθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ προμηθής | τὸ προμηθές | οἱ, αἱ προμηθεῖς | τὰ προμηθῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς προμηθοῦς | τοῦ προμηθοῦς | τῶν προμηθῶν | τῶν προμηθῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ προμηθεῖ | τῷ προμηθεῖ | τοῖς, ταῖς προμηθέσι(ν) | τοῖς προμηθέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν προμηθῆ | τὸ προμηθές | τοὺς, τὰς προμηθεῖς | τὰ προμηθῆ |
Κλητική | προμηθές | προμηθές | προμηθεῖς | προμηθῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | προμηθεῖ | |||
Γενική-Δοτική | προμηθοῖν |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]προμηθής, -ής, -ές (& δωρικός τύπος προμαθής) (Συγκριτικός: προμηθέστερος. Υπερθετικός: προμηθέστατος) (Επίρρημα: προμηθῶς, προμηθέστερον, προμηθέστατα)
- προσεκτικός, προνοητικός, σώφρων
- μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής (Θουκυδίδης, 3, 82)
- αυτός που φροντίζει, που ανησυχεί για κάτι