προνοητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προνοητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]προνοητικός, ή, -ό
- που έχει την τάση να φροντίζει εγκαίρως για κάτι προτού συμβεί
- οι προνοητικοί άνθρωποι παίρνουν μαζί τους ομπρέλα όταν έξω αστράφτει και βροντά