προσαρείωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσαρείωση | οι | προσαρειώσεις |
γενική | της | προσαρείωσης* | των | προσαρειώσεων |
αιτιατική | την | προσαρείωση | τις | προσαρειώσεις |
κλητική | προσαρείωση | προσαρειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσαρειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσαρείωση θηλυκό
- (νεολογισμός) η προσεδάφιση στον πλανήτη Άη
- ※ Πρόκειται για διαστημικό σκάφος–ρομπότ που τέθηκε από τη ΝΑΣΑ σε τροχιά γύρω από τον Κόκκινο Πλανήτη και θα περιφέρεται στην περιοχή του ως το 1999. Η αποστολή του «Επόπτη» της αρειανής σφαίρας είναι να τη χαρτογραφήσει καταλεπτώς, ώστε να βρει τον καταλληλότερο τόπο για προσαρείωση αστροναυτών. (Εφ. Τα Νέα, 13.09.1997)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσαρείωση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προσ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)