ρέκβιεμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


Μότσαρτ (Mozart), Requiem, μέρος: Lacrimosa

Πρόβλημα για να ακούσετε το αρχείο; Bοήθεια πολυμέσων.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρέκβιεμ < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική requiem [1], αιτιατική για την λατινική requies < re- + quies < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷieh₁-ti- (ανάπαυση, ησυχία)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾe.kvi.em/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρέ‐κβι‐εμ
ΔΦΑ : /ˈɾe.kʷi.eːm/ λατινικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρέκβιεμ ουδέτερο άκλιτο

  1. (χριστιανισμός) η νεκρώσιμη ακολουθία της καθολικής εκκλησίας
  2. (μουσική) είδος μουσικής σύνθεσης για ορχήστρα, χορωδία και σολιστικές φωνές για τη νεκρώσιμη ακολουθία με καθορισμένα τα ψαλτά μέρη της καθολικής ακολουθίας, συχνά και με πρόσθετους ύμνους, όλα στα λατινικά
    Η τελευταία σύνθεση του Μότσαρτ ήταν ένα μεγαλειώδες ρέκβιεμ, ημιτελές, καθώς τον πήρε ο θάνατος στα 35 του χρόνια.
  3. (μεταφορικά) η τελευταία περίοδος, το κλείσιμο μιας ενέργειας, ζωής ή προσπάθειας

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. requiem: η πρώτη λέξη μιας παραδοσιακής νεκρώσιμης ακολουθίας, που αρχίζει με τις λέξεις: Requiem aeternam dona eis, Domine, et lux perpetua luceat eis. (Ησυχία/Ανάπαυση αιώνια δώσ’ τους, Κύριε, κι ας τους φωτίζει αιώνιο φως.)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

γαλλικά:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]