ραγολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ῥαγολογῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ραγολογώ < ελληνιστική κοινή ῥαγολογῶ συνηρημένη μορφή του ῥαγολογέω < ῥαγολόγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾa.ɣo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρα‐γο‐λο‐γώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ραγολογώ, πρτ.: ραγολογούσα, αόρ.: ραγολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • συλλέγω τα μικρά σταφύλια ή τσαμπιά από την κληματαριά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)