ραγολόγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραγολόγημα < ραγολογ(ώ) + -ημα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾa.ɣoˈlo.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐γο‐λό‐γη‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραγολόγημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα το ραγολογώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραγολόγημα
|