ρακαριό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρακαριό | τα | ρακαριά |
γενική | του | ρακαριού | των | ρακαριών |
αιτιατική | το | ρακαριό | τα | ρακαριά |
κλητική | ρακαριό | ρακαριά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρακαριό ουδέτερο
- (ιδιωματικό) καζάνι της ρακής ή οίκημα στο οποίο αποστάζεται ρακή
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη ρακή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρακαριό
|