ρακοκάζανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρακοκάζανο ουδέτερο
- το καζάνι που χρησιμοποιείται στο καζάνεμα, στην παραγωγή ρακί (στην κρητική διάλεκτο)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ρακιτζοκάζανο (στην κρητική διάλεκτο)
- ※ Ο αγέρας μύριζε τσίπουρο από τα ρακοκάζανα. (Νίκος Καζαντζάκης Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρακοκάζανο
|