ραχούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραχούλα | οι | ραχούλες |
γενική | της | ραχούλας | — | |
αιτιατική | τη | ραχούλα | τις | ραχούλες |
κλητική | ραχούλα | ραχούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραχούλα < υποκοριστικό του ράχη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραχούλα θηλυκό
- ράχη (κορυφογραμμή)
- ※ Ακριτικό τραγούδι από τη Δ. Μακεδονία, ※ ebooks.edu.gr Νέα Ελληνικά Β' ΕΠΑ.Λ. Γενικής Παιδείας, ημερομηνία ανάκτησης: 24-12-2024
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ραχούλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από δημοτικά τραγούδια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από σχολικά βιβλία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)