ρετάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρετάρισμα < ρετάρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρετάρισμα ουδέτερο
- η συνέπεια του ρετάρω
- * ρετάρισμα μηχανής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρετάρισμα
|