ρητινώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρητινώνω < ελληνιστική κοινή ῥητινόω / ῥητινῶ < αρχαία ελληνική ῥητίνη
Ρήμα
[επεξεργασία]ρητινώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρητινώνω | ρητίνωνα | θα ρητινώνω | να ρητινώνω | ρητινώνοντας | |
β' ενικ. | ρητινώνεις | ρητίνωνες | θα ρητινώνεις | να ρητινώνεις | ρητίνωνε | |
γ' ενικ. | ρητινώνει | ρητίνωνε | θα ρητινώνει | να ρητινώνει | ||
α' πληθ. | ρητινώνουμε | ρητινώναμε | θα ρητινώνουμε | να ρητινώνουμε | ||
β' πληθ. | ρητινώνετε | ρητινώνατε | θα ρητινώνετε | να ρητινώνετε | ρητινώνετε | |
γ' πληθ. | ρητινώνουν(ε) | ρητίνωναν ρητινώναν(ε) |
θα ρητινώνουν(ε) | να ρητινώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρητίνωσα | θα ρητινώσω | να ρητινώσω | ρητινώσει | ||
β' ενικ. | ρητίνωσες | θα ρητινώσεις | να ρητινώσεις | ρητίνωσε | ||
γ' ενικ. | ρητίνωσε | θα ρητινώσει | να ρητινώσει | |||
α' πληθ. | ρητινώσαμε | θα ρητινώσουμε | να ρητινώσουμε | |||
β' πληθ. | ρητινώσατε | θα ρητινώσετε | να ρητινώσετε | ρητινώστε | ||
γ' πληθ. | ρητίνωσαν ρητινώσαν(ε) |
θα ρητινώσουν(ε) | να ρητινώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρητινώσει | είχα ρητινώσει | θα έχω ρητινώσει | να έχω ρητινώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρητινώσει | είχες ρητινώσει | θα έχεις ρητινώσει | να έχεις ρητινώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρητινώσει | είχε ρητινώσει | θα έχει ρητινώσει | να έχει ρητινώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρητινώσει | είχαμε ρητινώσει | θα έχουμε ρητινώσει | να έχουμε ρητινώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρητινώσει | είχατε ρητινώσει | θα έχετε ρητινώσει | να έχετε ρητινώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρητινώσει | είχαν ρητινώσει | θα έχουν ρητινώσει | να έχουν ρητινώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρητινώνω
|