ρητινώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρητινώνω < ελληνιστική κοινή ῥητινόω / ῥητινῶ < αρχαία ελληνική ῥητίνη

ρητινώνω

  1. προσθέτω ρητίνη σε κρασί
  2. καλύπτω με ρητίνη μια επιφάνεια ή αναμειγνύω κάτι με ρητίνη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]