ριζοβολάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τριζοβολάω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ριζοβολάω < ελληνιστική κοινή ῥιζοβολέω / ῥιζοβολῶ < αρχαία ελληνική ῥίζα + βάλλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾi.zo.voˈla.o/

Ρήμα[επεξεργασία]

ριζοβολάω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]