ρινική κοιλότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρινική κοιλότητα < ρινική + κοιλότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nasal cavity)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ρινική κοιλότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρινική κοιλότητα